πωλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πωλέω < πρόσφυμα -ε- στο θέμα -πωλ- < κατά μετάπτωση από το -πελ-
Ρήμα
πωλέω (συνηρημένο: πωλῶ)
- πουλώ, ανταλλάσσω εμπορεύματα, προσφέρω προς πώληση
- (μεταφορικη έννοια) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.