φορέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φορέας | οι | φορείς |
| γενική | του | φορέα & φορέως |
των | φορέων |
| αιτιατική | τον | φορέα | τους | φορείς |
| κλητική | φορέα | φορείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φορεύς < φέρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φορέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επιδημιολογία) που έχει, μεταφέρει ή μεταδίδει
- ↪ πριν από αυτές τις εξετάσεις, το ήξερες ότι είσαι φορέας της μεσογειακής αναιμίας ;
- ↪ ορισμένα τρωκτικά είναι φορείς πολύ επικίνδυνων ασθενειών για τους ανθρώπους
- (ειδικότερα, μηχανική) κατασκευή ή υλικό που υποδέχεται εξωτερικά φορτία τα οποία και μεταφέρει
- ομάδα προσώπων, σύλλογος, οργανισμός κ.ο.κ., με επίσημη (θεσμοθετημένη) ή όχι μορφή, που αναπτύσσει διάφορες δραστηριότητες, όπως επαγγελματικές, οικονομικές, επιστημονικές, πολιτιστικές κ.ά.
- ↪ ο σύνδεσμός τους είναι ένας αξιόλογος 'φορέας γνώσης και πολιτισμού για το χωριό μας
- ↪ θέλουμε να συστήσουμε έναν φορέα για την καλύτερη προβολή των αγροτικών προϊόντων της περιοχής μας στο εξωτερικό
Σύνθετα
Μεταφράσεις
που μεταφέρει μία ασθένεια αλλά δεν ασθενεί από αυτήν
Πηγές
- φορέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.