μονοπώλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μονοπώλιον τὰ μονοπώλι
      γενική τοῦ μονοπωλίου τῶν μονοπωλίων
      δοτική τῷ μονοπωλί τοῖς μονοπωλίοις
    αιτιατική τὸ μονοπώλιον τὰ μονοπώλι
     κλητική ! μονοπώλιον μονοπώλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονοπωλίω
γεν-δοτ τοῖν  μονοπωλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοπώλιον < μονο- + -πώλιον

Ουσιαστικό

μονοπώλιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

  • μονοπωλεῖον

 και δείτε τις λέξεις μονοπωλέω, μόνος και πωλέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.