μονοπώλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μονοπώλιον | τὰ | μονοπώλιᾰ |
| γενική | τοῦ | μονοπωλίου | τῶν | μονοπωλίων |
| δοτική | τῷ | μονοπωλίῳ | τοῖς | μονοπωλίοις |
| αιτιατική | τὸ | μονοπώλιον | τὰ | μονοπώλιᾰ |
| κλητική ὦ! | μονοπώλιον | μονοπώλιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μονοπωλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μονοπωλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονοπώλιον < μονο- + -πώλιον
Πηγές
- μονοπώλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.