αντιμονοπωλιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιμονοπωλιακός | η | αντιμονοπωλιακή | το | αντιμονοπωλιακό |
| γενική | του | αντιμονοπωλιακού | της | αντιμονοπωλιακής | του | αντιμονοπωλιακού |
| αιτιατική | τον | αντιμονοπωλιακό | την | αντιμονοπωλιακή | το | αντιμονοπωλιακό |
| κλητική | αντιμονοπωλιακέ | αντιμονοπωλιακή | αντιμονοπωλιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιμονοπωλιακοί | οι | αντιμονοπωλιακές | τα | αντιμονοπωλιακά |
| γενική | των | αντιμονοπωλιακών | των | αντιμονοπωλιακών | των | αντιμονοπωλιακών |
| αιτιατική | τους | αντιμονοπωλιακούς | τις | αντιμονοπωλιακές | τα | αντιμονοπωλιακά |
| κλητική | αντιμονοπωλιακοί | αντιμονοπωλιακές | αντιμονοπωλιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιμονοπωλιακός < αντι- + μονοπωλιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antitrast)
Συγγενικά
- αντιμονοπωλιακά
- → δείτε τις λέξεις αντί, μονοπώλιο, μόνος και πωλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.