μονοψώνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοψώνιο τα μονοψώνια
      γενική του μονοψωνίου
& μονοψώνιου
των μονοψωνίων
    αιτιατική το μονοψώνιο τα μονοψώνια
     κλητική μονοψώνιο μονοψώνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοψώνιο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.noˈpso.ni.o/

Ουσιαστικό

μονοψώνιο ουδέτερο

  • μορφή της αγοράς στην οποία μόνο ένας αγοραστής ζητά από πολλούς πωλητές μια υπηρεσία ή ένα προϊόν και επομένως μπορεί να ασκήσει πίεση στις τιμές ή/και στις συνθήκες προσφοράς εκείνου του αγαθού
      Προς το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας , ο τοπικός έμπορος ήταν για τους χωρικούς ο μοναδικός αγοραστής της παραγωγής τους, κατείχε ένα είδος «μονοψωνίου» (Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού κράτους: 1830-1920, τόμος 1, 2009, σελ. 246)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.