αντιμονοπωλιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αντιμονοπωλιακά < αντιμονοπωλιακός + -ά
Μεταφράσεις
αντιμονοπωλιακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντιμονοπωλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιμονοπωλιακό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.