μονοπωλημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοπωλημένος η μονοπωλημένη το μονοπωλημένο
      γενική του μονοπωλημένου της μονοπωλημένης του μονοπωλημένου
    αιτιατική τον μονοπωλημένο τη μονοπωλημένη το μονοπωλημένο
     κλητική μονοπωλημένε μονοπωλημένη μονοπωλημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοπωλημένοι οι μονοπωλημένες τα μονοπωλημένα
      γενική των μονοπωλημένων των μονοπωλημένων των μονοπωλημένων
    αιτιατική τους μονοπωλημένους τις μονοπωλημένες τα μονοπωλημένα
     κλητική μονοπωλημένοι μονοπωλημένες μονοπωλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μονοπωλημένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.