μονήρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονήρης η μονήρης το μονήρες
      γενική του μονήρους* της μονήρους του μονήρους
    αιτιατική τον μονήρη τη μονήρη το μονήρες
     κλητική μονήρη(ς) μονήρης μονήρες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονήρεις οι μονήρεις τα μονήρη
      γενική των μονήρων των μονήρων των μονήρων
    αιτιατική τους μονήρεις τις μονήρεις τα μονήρη
     κλητική μονήρεις μονήρεις μονήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονήρης < μόν(ος) + -ήρης

Επίθετο

μονήρης, -ης, -ες

  1. που είναι μοναδικός, μοναχικός ή απομονωμένος
    μονήρης οίκος (απομονωμένο σπίτι)
    μονήρης όρχις (πάθηση)
      H μπεκάτσα είναι ένα εξαιρετικά γοητευτικό μονήρες νυχτόβιο πουλί. (εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
      Στον τομέα της Ιατρικής, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στη λύση σπουδαίων προβλημάτων, «στην απεικόνιση του εγκεφάλου», τα οποία χαρακτηρίζουν τη «μαγνητοεγκεφαλογραφία», καθώς και την τεχνική που φέρει την ονομασία «Υπολογιστική Τομογραφία εκπομπής μονήρων φωτονίων». (εφ. Καθημερινή, 11/12/2004)
      Ταύτα έχουν την περιβάλλουσαν το χείλος ζώνην κοσμουμένην διά καστανοβαφών μονήρων σπειρών , η ουρά εκάστης των οποίων αποτελεί και την μεταξύ των σύνδεσιν. (Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρίας, τόμος 32, τεύχος Β, 1977)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (βιολογία) Μονήρη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
μονηρεσ-
ονομαστική / μονήρης τὸ μονῆρες
      γενική τοῦ/τῆς μονήρους τοῦ μονήρους
      δοτική τῷ/τῇ μονήρει τῷ μονήρει
    αιτιατική τὸν/τὴν μονήρη τὸ μονῆρες
     κλητική ! μονῆρες μονῆρες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μονήρεις τὰ μονήρη
      γενική τῶν μονήρων τῶν μονήρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μονήρεσ(ν) τοῖς μονήρεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μονήρεις τὰ μονήρη
     κλητική ! μονήρεις μονήρη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μονήρει τὼ μονήρει
      γεν-δοτ τοῖν μονήροιν τοῖν μονήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονήρης < μόν(ος) + -ήρης

Επίθετο

μονήρης

  1. μόνος, μοναχικός
  2. (ελληνιστική σημασία) (γλωσσολογία) λέξη που απαντάται άπαξ
  3. (ελληνιστική σημασία) (ναυτικός όρος) για πλοίο με μία σειρά κουπιών ή με έναν κωπηλάτη σε κάθε κουπί

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.