μοναδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοναδικός | η | μοναδική | το | μοναδικό |
| γενική | του | μοναδικού | της | μοναδικής | του | μοναδικού |
| αιτιατική | τον | μοναδικό | τη | μοναδική | το | μοναδικό |
| κλητική | μοναδικέ | μοναδική | μοναδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοναδικοί | οι | μοναδικές | τα | μοναδικά |
| γενική | των | μοναδικών | των | μοναδικών | των | μοναδικών |
| αιτιατική | τους | μοναδικούς | τις | μοναδικές | τα | μοναδικά |
| κλητική | μοναδικοί | μοναδικές | μοναδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μοναδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοναδικός (αρχαία σημασία: μεμονωμένος) < μονάς, μοναδ- + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.na.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐να‐δι‐κός
Επίθετο
μοναδικός, -ή, -ό
- που υπάρχει ή συμβαίνει μόνο μία φορά
- ↪ Τη μοναδική φορά που πήγε για σκι, έσπασε το πόδι του.
- ↪ Κάθε ανθρώπινο ον είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο.
- (σε σχήμα υπερβολής) εξαιρετικός, πάρα πολύ καλός
- ↪ Η ικανότητά του στις ξένες γλώσσες είναι μοναδική.
Εκφράσεις
- ένας και μοναδικός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- μοναδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μοναδικός | ἡ | μοναδική | τὸ | μοναδικόν |
| γενική | τοῦ | μοναδικοῦ | τῆς | μοναδικῆς | τοῦ | μοναδικοῦ |
| δοτική | τῷ | μοναδικῷ | τῇ | μοναδικῇ | τῷ | μοναδικῷ |
| αιτιατική | τὸν | μοναδικόν | τὴν | μοναδικήν | τὸ | μοναδικόν |
| κλητική ὦ! | μοναδικέ | μοναδική | μοναδικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μοναδικοί | αἱ | μοναδικαί | τὰ | μοναδικᾰ́ |
| γενική | τῶν | μοναδικῶν | τῶν | μοναδικῶν | τῶν | μοναδικῶν |
| δοτική | τοῖς | μοναδικοῖς | ταῖς | μοναδικαῖς | τοῖς | μοναδικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | μοναδικούς | τὰς | μοναδικᾱ́ς | τὰ | μοναδικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | μοναδικοί | μοναδικαί | μοναδικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μοναδικώ | τὼ | μοναδικᾱ́ | τὼ | μοναδικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | μοναδικοῖν | τοῖν | μοναδικαῖν | τοῖν | μοναδικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μοναδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοναδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.