μοναχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοναχικός | η | μοναχική | το | μοναχικό |
| γενική | του | μοναχικού | της | μοναχικής | του | μοναχικού |
| αιτιατική | τον | μοναχικό | τη | μοναχική | το | μοναχικό |
| κλητική | μοναχικέ | μοναχική | μοναχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοναχικοί | οι | μοναχικές | τα | μοναχικά |
| γενική | των | μοναχικών | των | μοναχικών | των | μοναχικών |
| αιτιατική | τους | μοναχικούς | τις | μοναχικές | τα | μοναχικά |
| κλητική | μοναχικοί | μοναχικές | μοναχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μοναχικός < μόνος
Επίθετο
μοναχικός, -ή, -ό
- που αρέσκεται να ζει στη μοναξιά, που επιδιώκει να ζει μόνος
- που είναι μόνος
- (τόπος) απομονωμένος
- (πράξη) που γίνεται από ένα άτομο,χωρίς τη συμμετοχή άλλων
- που σχετίζεται με τον μοναχό
Συγγενικά
- μονάχα
- μοναχή
- μοναχικότητα
- μοναχισμός
- μοναχός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.