Μονήρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Mονήρη | ||
| γενική | των | Mονήρων | ||
| αιτιατική | τα | Mονήρη | ||
| κλητική | Mονήρη | |||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μονήρη < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονήρες στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική monera, πληθυντικός αριθμός του moneron < αρχαία ελληνική μονήρης
Κύριο όνομα
Μονήρη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - κατά μερικές ταξινομήσεις, βασίλειο έμβιων όντων με πολύ απλή κυτταρική δομή που περιλαμβάνει τα Αρχαία ή Αρχαιοβακτήρια και τα Βακτήρια
-
Μονήρη στη Βικιπαίδεια

- Πρώτιστα
- Μύκητες
- Φυτά
- Ζώα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.