μία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μία < αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.a/

Κλιτικός τύπος αριθμητικού

μία θηλυκό

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

το αριθμητικό «εἷς»
πτώσεις ενικός
αρσενικόθηλυκόθηλυκό
(επικός, ιωνικός, αιολικός)
ουδέτερο
ονομαστική εἷς
επικός: ἕεις & επίθετο ἰός
μί
όψιμος ιωνικός: μίη
ἕν
γενική ἑνός μιᾶς ῆς ἑνός
δοτική ἑνί μι ἑνί
αιτιατική ἕν μίᾰν ᾰν ἕν
κλητική
Παράρτημα:Γραμματική: Αριθμητικά

Αριθμητικό

μία θηλυκό

Σημειώσεις

  • υπάρχει η άποψη ότι το ἴα δεν έχει την ίδια ρίζα με το μία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.