μεσήλικας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεσήλικας | οι | μεσήλικες |
| γενική | του | μεσήλικα | των | μεσηλίκων |
| αιτιατική | τον | μεσήλικα | τους | μεσήλικες |
| κλητική | μεσήλικα | μεσήλικες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσήλικας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσῆλιξ από την αιτιατική «τόν μεσήλικα» < μεσ- (μέσον) + αρχαία ελληνική ἧλιξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈsi.li.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σή‐λι‐κας
Ουσιαστικό
μεσήλικας αρσενικό
Παράγωγα
- μεσήλικος (επίθετο και ουσιαστικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.