ενήλικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενήλικος η ενήλικη το ενήλικο
      γενική του ενήλικου της ενήλικης του ενήλικου
    αιτιατική τον ενήλικο την ενήλικη το ενήλικο
     κλητική ενήλικε ενήλικη ενήλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενήλικοι οι ενήλικες τα ενήλικα
      γενική των ενήλικων των ενήλικων των ενήλικων
    αιτιατική τους ενήλικους τις ενήλικες τα ενήλικα
     κλητική ενήλικοι ενήλικες ενήλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενήλικος < ελληνιστική κοινή ἐνήλικος

Επίθετο

ενήλικος -η -ο

  1. που έχει φτάσει στην ενηλικίωση, δηλαδή είναι πάνω από 18 χρόνων
    οι ενήλικοι μαθητές μπορούν να δικαιολογούν οι ίδιοι τις απουσίες τους

Ουσιαστικό

ενήλικος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο άνθρωπος που έχει συμπληρώσει τα 18 του χρόνια
    πολλά από τα προβλήματα των σύγχρονων νέων πηγάζουν από τον κόσμο των ενηλίκων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.