ομήλικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομήλικος η ομήλικη το ομήλικο
      γενική του ομήλικου της ομήλικης του ομήλικου
    αιτιατική τον ομήλικο την ομήλικη το ομήλικο
     κλητική ομήλικε ομήλικη ομήλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομήλικοι οι ομήλικες τα ομήλικα
      γενική των ομήλικων των ομήλικων των ομήλικων
    αιτιατική τους ομήλικους τις ομήλικες τα ομήλικα
     κλητική ομήλικοι ομήλικες ομήλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομήλικος < ελληνιστική κοινή ὁμήλικος < αρχαία ελληνική ὁμῆλιξ < ὁμοῦ + ἧλιξ

Επίθετο

ομήλικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.