μεσόκοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσόκοπος η μεσόκοπη το μεσόκοπο
      γενική του μεσόκοπου της μεσόκοπης του μεσόκοπου
    αιτιατική τον μεσόκοπο τη μεσόκοπη το μεσόκοπο
     κλητική μεσόκοπε μεσόκοπη μεσόκοπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσόκοποι οι μεσόκοπες τα μεσόκοπα
      γενική των μεσόκοπων των μεσόκοπων των μεσόκοπων
    αιτιατική τους μεσόκοπους τις μεσόκοπες τα μεσόκοπα
     κλητική μεσόκοποι μεσόκοπες μεσόκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσόκοπος < αρχαία ελληνική μεσόκοπος

Επίθετο

μεσόκοπος, -η, -ο

  • που βρίσκεται σε μια μέση (για τη ζωή ενός ανθρώπου) ηλικία, κάπου γύρω στα 50

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.