ενήλικας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενήλικας οι ενήλικες
      γενική του ενήλικα των ενηλίκων
    αιτιατική τον ενήλικα τους ενήλικες
     κλητική ενήλικα ενήλικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενήλικας < ενήλικος + -ας < ελληνιστική κοινή ἐνήλικος / ἐνῆλιξ

Ουσιαστικό

ενήλικας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.