μεσήλικα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈsi.li.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεσήλικα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεσήλικα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μεσήλικα αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μεσήλικα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.