υπερήλικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερήλικος | η | υπερήλικη | το | υπερήλικο |
| γενική | του | υπερήλικου | της | υπερήλικης | του | υπερήλικου |
| αιτιατική | τον | υπερήλικο | την | υπερήλικη | το | υπερήλικο |
| κλητική | υπερήλικε | υπερήλικη | υπερήλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερήλικοι | οι | υπερήλικες | τα | υπερήλικα |
| γενική | των | υπερήλικων | των | υπερήλικων | των | υπερήλικων |
| αιτιατική | τους | υπερήλικους | τις | υπερήλικες | τα | υπερήλικα |
| κλητική | υπερήλικοι | υπερήλικες | υπερήλικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- υπερήλικας (ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
υπερήλικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.