μεσῆλιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / μεσῆλιξ οἱ/αἱ μεσήλικες
      γενική τοῦ/τῆς μεσήλικος τῶν μεσηλίκων
      δοτική τῷ/τῇ μεσήλικ τοῖς/ταῖς μεσήλιξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μεσήλικ τοὺς/τὰς μεσήλικᾰς
     κλητική ! μεσῆλιξ μεσήλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσήλικε
γεν-δοτ τοῖν  μεσηλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσῆλιξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (μέσος) μεσ- + ἡλικία -ῆλιξ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μεσήλικας

Ουσιαστικό

μεσῆλιξ αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.