δημοσίευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δημοσίευση | οι | δημοσιεύσεις |
| γενική | της | δημοσίευσης* | των | δημοσιεύσεων |
| αιτιατική | τη | δημοσίευση | τις | δημοσιεύσεις |
| κλητική | δημοσίευση | δημοσιεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δημοσιεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημοσίευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοσίευ(σις) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική publication[1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δημοσιεύω
Μεταφράσεις
δημοσίευση
Αναφορές
- δημοσίευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.