διάβασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διάβασμα | τα | διαβάσματα |
| γενική | του | διαβάσματος | των | διαβασμάτων |
| αιτιατική | το | διάβασμα | τα | διαβάσματα |
| κλητική | διάβασμα | διαβάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

διάβασμα βιβλίου
Ετυμολογία
- διάβασμα < διαβάζω
Ουσιαστικό
διάβασμα ουδέτερο
- η ανάγνωση
- (συνεκδοχικά) η μελέτη
- θα ερχόμουν αλλά έχω πολύ διάβασμα για την Τετάρτη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διαβάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.