σχεδιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σχεδιασμός | οι | σχεδιασμοί |
| γενική | του | σχεδιασμού | των | σχεδιασμών |
| αιτιατική | τον | σχεδιασμό | τους | σχεδιασμούς |
| κλητική | σχεδιασμέ | σχεδιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σχεδιασμός αρσενικό
- (πολιτική), (οικονομία): η διαδικασία προκαθορισμού σειράς ενεργειών κατ' αλληλουχία και συνάφεια προς επίτευξη αντικειμενικών σκοπών (συνηθέστερα μακροχρόνια)
- ο σχεδιασμός συγχέεται πολλές φορές με τον όρο προγραμματισμός που αφορά τα ίδια αλλά σε μικρότερη έκταση, μέτρο και βάθος χρόνου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.