εξάσκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξάσκηση | οι | εξασκήσεις |
| γενική | της | εξάσκησης* | των | εξασκήσεων |
| αιτιατική | την | εξάσκηση | τις | εξασκήσεις |
| κλητική | εξάσκηση | εξασκήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξασκήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.