μελετητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελετητήριο | τα | μελετητήρια |
| γενική | του | μελετητήριου & μελετητηρίου |
των | μελετητήριων & μελετητηρίων |
| αιτιατική | το | μελετητήριο | τα | μελετητήρια |
| κλητική | μελετητήριο | μελετητήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελετητήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μελετητήριο ουδέτερο
- ο χώρος μελέτης για παιδιά που πηγαίνουν σχολείο κυρίως Δημοτικού και Γυμνασίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.