πόρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πόρισμα | τα | πορίσματα |
| γενική | του | πορίσματος | των | πορισμάτων |
| αιτιατική | το | πόρισμα | τα | πορίσματα |
| κλητική | πόρισμα | πορίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόρισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πόρισμα[1] < αρχαία ελληνική πορίζω < πόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpo.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό
πόρισμα ουδέτερο
- ό,τι αποκομίζεται από τεκμηριωμένη έρευνα ή μελέτη
- ↪ εισαγγελικό πόρισμα
- ↪ πόρισμα ανακριτικής επιτροπής
- ↪ πόρισμα ερευνητικής ομάδας
- (μαθηματικά) το συμπέρασμα, αποτέλεσμα μιας απόδειξης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πόρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.