μελετηρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελετηρός η μελετηρή το μελετηρό
      γενική του μελετηρού της μελετηρής του μελετηρού
    αιτιατική τον μελετηρό τη μελετηρή το μελετηρό
     κλητική μελετηρέ μελετηρή μελετηρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελετηροί οι μελετηρές τα μελετηρά
      γενική των μελετηρών των μελετηρών των μελετηρών
    αιτιατική τους μελετηρούς τις μελετηρές τα μελετηρά
     κλητική μελετηροί μελετηρές μελετηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελετηρός < αρχαία ελληνική μελετηρός

Επίθετο

μελετηρός

  1. που έχει όρεξη για μελέτη, που μελετάει πολύ

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μελετηρός < μελετάω

Επίθετο

μελετηρός

  1. που κάνει κάτι πολύ επιμελώς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.