μεγάλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγάλωμα τα μεγαλώματα
      γενική του μεγαλώματος των μεγαλωμάτων
    αιτιατική το μεγάλωμα τα μεγαλώματα
     κλητική μεγάλωμα μεγαλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγάλωμα < μεγαλώνω

Ουσιαστικό

μεγάλωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ανάπτυξη ενός παιδιού
  2. η ανάπτυξη ενός φυτού
  3. (λαϊκότροπο) η ανάπτυξη μιας επιχείρησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.