ανδρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανδρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανδρώνω και αντρώνω < αρχαία ελληνική ἀνδρόω
Ρήμα
ανδρώνομαι και αντρώνομαι
- ενηλικιώνομαι -για αγόρι που φτάνει στην ηλικία του άνδρα-, αποκτώ τα εξωτερικά και ψυχικά χαρακτηριστικά του ενήλικα άντρα
- γίνομαι γενναίος, ανδρείος, παίρνω θάρρος,
- σμιλεύομαι, αναθρέφομαι, παίρνω βιώματα, μεγαλώνω και φτάνω σε κατάσταση ώριμη για κάτι, συνήθως μέσα από δυσκολίες
- πολιτικά ανδρώθηκε στο φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του '70
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανδρώνομαι | ανδρωνόμουν(α) | θα ανδρώνομαι | να ανδρώνομαι | ||
| β' ενικ. | ανδρώνεσαι | ανδρωνόσουν(α) | θα ανδρώνεσαι | να ανδρώνεσαι | (ανδρώνου) | |
| γ' ενικ. | ανδρώνεται | ανδρωνόταν(ε) | θα ανδρώνεται | να ανδρώνεται | ||
| α' πληθ. | ανδρωνόμαστε | ανδρωνόμαστε ανδρωνόμασταν |
θα ανδρωνόμαστε | να ανδρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανδρώνεστε | ανδρωνόσαστε ανδρωνόσασταν |
θα ανδρώνεστε | να ανδρώνεστε | (ανδρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ανδρώνονται | ανδρώνονταν ανδρωνόντουσαν |
θα ανδρώνονται | να ανδρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανδρώθηκα | θα ανδρωθώ | να ανδρωθώ | ανδρωθεί | ||
| β' ενικ. | ανδρώθηκες | θα ανδρωθείς | να ανδρωθείς | ανδρώσου | ||
| γ' ενικ. | ανδρώθηκε | θα ανδρωθεί | να ανδρωθεί | |||
| α' πληθ. | ανδρωθήκαμε | θα ανδρωθούμε | να ανδρωθούμε | |||
| β' πληθ. | ανδρωθήκατε | θα ανδρωθείτε | να ανδρωθείτε | ανδρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ανδρώθηκαν ανδρωθήκαν(ε) |
θα ανδρωθούν(ε) | να ανδρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανδρωθεί | είχα ανδρωθεί | θα έχω ανδρωθεί | να έχω ανδρωθεί | ανδρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανδρωθεί | είχες ανδρωθεί | θα έχεις ανδρωθεί | να έχεις ανδρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανδρωθεί | είχε ανδρωθεί | θα έχει ανδρωθεί | να έχει ανδρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανδρωθεί | είχαμε ανδρωθεί | θα έχουμε ανδρωθεί | να έχουμε ανδρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανδρωθεί | είχατε ανδρωθεί | θα έχετε ανδρωθεί | να έχετε ανδρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανδρωθεί | είχαν ανδρωθεί | θα έχουν ανδρωθεί | να έχουν ανδρωθεί | ||
- αντρειώνομαι (πιο πολύ για την 3η εννοια)
- αντρειεύομαι
Μεταφράσεις
ανδρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.