ανδρώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανδρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανδρώνω και αντρώνω < αρχαία ελληνική ἀνδρόω

Ρήμα

ανδρώνομαι και αντρώνομαι

  1. ενηλικιώνομαι -για αγόρι που φτάνει στην ηλικία του άνδρα-, αποκτώ τα εξωτερικά και ψυχικά χαρακτηριστικά του ενήλικα άντρα
  2. γίνομαι γενναίος, ανδρείος, παίρνω θάρρος,
  3. σμιλεύομαι, αναθρέφομαι, παίρνω βιώματα, μεγαλώνω και φτάνω σε κατάσταση ώριμη για κάτι, συνήθως μέσα από δυσκολίες
    πολιτικά ανδρώθηκε στο φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του '70

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.