γερνάω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γερ‐νά‐ω
Ρήμα
γερνάω/γερνώ, πρτ.: γερνούσα, στ.μέλλ.: θα γεράσω, αόρ.: γέρασα, μτχ.π.π.: γερασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι γέρος
- χρειάζομαι γυαλιά πρεσβυωπίας· φαίνεται ότι γέρασα
Συγγενικά
|
Σύνθετα ρήματος |
→ και δείτε τη λέξη γέροντας |
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- γερνάω-γερνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.