μεγαλόφρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόφρων
& μεγαλόφρονας
η μεγαλόφρων το μεγαλόφρον
      γενική του μεγαλόφρονος
& μεγαλόφρονα
της μεγαλόφρονος του μεγαλόφρονος
    αιτιατική τον μεγαλόφρονα τη μεγαλόφρονα το μεγαλόφρον
     κλητική μεγαλόφρων
& μεγαλόφρονα
μεγαλόφρων μεγαλόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόφρονες οι μεγαλόφρονες τα μεγαλόφρονα
      γενική των μεγαλοφρόνων των μεγαλοφρόνων των μεγαλοφρόνων
    αιτιατική τους μεγαλόφρονες τις μεγαλόφρονες τα μεγαλόφρονα
     κλητική μεγαλόφρονες μεγαλόφρονες μεγαλόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλόφρων < αρχαία ελληνική μεγαλόφρων < μέγας + φρήν

Επίθετο

μεγαλόφρων, -ων, -ον

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μεγαλόφρων τὸ μεγαλόφρον
      γενική τοῦ/τῆς μεγαλόφρονος τοῦ μεγαλόφρονος
      δοτική τῷ/τῇ μεγαλόφρον τῷ μεγαλόφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν μεγαλόφρον τὸ μεγαλόφρον
     κλητική ! μεγαλόφρον μεγαλόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μεγαλόφρονες τὰ μεγαλόφρον
      γενική τῶν μεγαλοφρόνων τῶν μεγαλοφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μεγαλόφροσῐ(ν) τοῖς μεγαλόφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μεγαλόφρονᾰς τὰ μεγαλόφρον
     κλητική ! μεγαλόφρονες μεγαλόφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεγαλόφρονε τὼ μεγαλόφρονε
      γεν-δοτ τοῖν μεγαλοφρόνοιν τοῖν μεγαλοφρόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλόφρων < μεγαλό- + -φρων

Επίθετο

μεγαλόφρων

  1. μεγαλόψυχος
  2. γενναίος
  3. αλαζόνας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.