μεγαλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλωμένος η μεγαλωμένη το μεγαλωμένο
      γενική του μεγαλωμένου της μεγαλωμένης του μεγαλωμένου
    αιτιατική τον μεγαλωμένο τη μεγαλωμένη το μεγαλωμένο
     κλητική μεγαλωμένε μεγαλωμένη μεγαλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλωμένοι οι μεγαλωμένες τα μεγαλωμένα
      γενική των μεγαλωμένων των μεγαλωμένων των μεγαλωμένων
    αιτιατική τους μεγαλωμένους τις μεγαλωμένες τα μεγαλωμένα
     κλητική μεγαλωμένοι μεγαλωμένες μεγαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεγαλώνω

Μετοχή

μεγαλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.