αβγαταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβγαταίνω < αβγατ(ίζω) + -αίνω κατά το πληθαίνω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣaˈte.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβγαταίνω

Ρήμα

αβγαταίνω, πρτ.: αβγάταινα, αόρ.: αβγάτυνα (χωρίς παθητική φωνή)

  • αυγαταίνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.