μεγαλύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεγαλύνω < μεσαιωνική ελληνική μεγαλύνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μεγαλύνω < μέγας + -ύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈli.no/
Ρήμα
μεγαλύνω (παθητική φωνή: μεγαλύνομαι)
Συγγενικά
- μεγαλυνάριο
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και μέγας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεγαλύνω | μεγάλυνα | θα μεγαλύνω | να μεγαλύνω | μεγαλύνοντας | |
| β' ενικ. | μεγαλύνεις | μεγάλυνες | θα μεγαλύνεις | να μεγαλύνεις | μεγάλυνε | |
| γ' ενικ. | μεγαλύνει | μεγάλυνε | θα μεγαλύνει | να μεγαλύνει | ||
| α' πληθ. | μεγαλύνουμε | μεγαλύναμε | θα μεγαλύνουμε | να μεγαλύνουμε | ||
| β' πληθ. | μεγαλύνετε | μεγαλύνατε | θα μεγαλύνετε | να μεγαλύνετε | μεγαλύνετε | |
| γ' πληθ. | μεγαλύνουν(ε) | μεγάλυναν μεγαλύναν(ε) |
θα μεγαλύνουν(ε) | να μεγαλύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεγάλυνα | θα μεγαλύνω | να μεγαλύνω | μεγαλύνει | ||
| β' ενικ. | μεγάλυνες | θα μεγαλύνεις | να μεγαλύνεις | μεγάλυνε | ||
| γ' ενικ. | μεγάλυνε | θα μεγαλύνει | να μεγαλύνει | |||
| α' πληθ. | μεγαλύναμε | θα μεγαλύνουμε | να μεγαλύνουμε | |||
| β' πληθ. | μεγαλύνατε | θα μεγαλύνετε | να μεγαλύνετε | μεγαλύντε | ||
| γ' πληθ. | μεγάλυναν μεγαλύναν(ε) |
θα μεγαλύνουν(ε) | να μεγαλύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεγαλύνει | είχα μεγαλύνει | θα έχω μεγαλύνει | να έχω μεγαλύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεγαλύνει | είχες μεγαλύνει | θα έχεις μεγαλύνει | να έχεις μεγαλύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεγαλύνει | είχε μεγαλύνει | θα έχει μεγαλύνει | να έχει μεγαλύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεγαλύνει | είχαμε μεγαλύνει | θα έχουμε μεγαλύνει | να έχουμε μεγαλύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεγαλύνει | είχατε μεγαλύνει | θα έχετε μεγαλύνει | να έχετε μεγαλύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεγαλύνει | είχαν μεγαλύνει | θα έχουν μεγαλύνει | να έχουν μεγαλύνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεγαλύνομαι | μεγαλυνόμουν(α) | θα μεγαλύνομαι | να μεγαλύνομαι | ||
| β' ενικ. | μεγαλύνεσαι | μεγαλυνόσουν(α) | θα μεγαλύνεσαι | να μεγαλύνεσαι | (μεγαλύνου) | |
| γ' ενικ. | μεγαλύνεται | μεγαλυνόταν(ε) | θα μεγαλύνεται | να μεγαλύνεται | ||
| α' πληθ. | μεγαλυνόμαστε | μεγαλυνόμαστε μεγαλυνόμασταν |
θα μεγαλυνόμαστε | να μεγαλυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | μεγαλύνεστε | μεγαλυνόσαστε μεγαλυνόσασταν |
θα μεγαλύνεστε | να μεγαλύνεστε | (μεγαλύνεστε) | |
| γ' πληθ. | μεγαλύνονται | μεγαλύνονταν μεγαλυνόντουσαν |
θα μεγαλύνονται | να μεγαλύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεγαλύνθηκα | θα μεγαλυνθώ | να μεγαλυνθώ | μεγαλυνθεί | ||
| β' ενικ. | μεγαλύνθηκες | θα μεγαλυνθείς | να μεγαλυνθείς | μεγαλύνσου | ||
| γ' ενικ. | μεγαλύνθηκε | θα μεγαλυνθεί | να μεγαλυνθεί | |||
| α' πληθ. | μεγαλυνθήκαμε | θα μεγαλυνθούμε | να μεγαλυνθούμε | |||
| β' πληθ. | μεγαλυνθήκατε | θα μεγαλυνθείτε | να μεγαλυνθείτε | μεγαλυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | μεγαλύνθηκαν μεγαλυνθήκαν(ε) |
θα μεγαλυνθούν(ε) | να μεγαλυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεγαλυνθεί | είχα μεγαλυνθεί | θα έχω μεγαλυνθεί | να έχω μεγαλυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μεγαλυνθεί | είχες μεγαλυνθεί | θα έχεις μεγαλυνθεί | να έχεις μεγαλυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεγαλυνθεί | είχε μεγαλυνθεί | θα έχει μεγαλυνθεί | να έχει μεγαλυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεγαλυνθεί | είχαμε μεγαλυνθεί | θα έχουμε μεγαλυνθεί | να έχουμε μεγαλυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεγαλυνθεί | είχατε μεγαλυνθεί | θα έχετε μεγαλυνθεί | να έχετε μεγαλυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεγαλυνθεί | είχαν μεγαλυνθεί | θα έχουν μεγαλυνθεί | να έχουν μεγαλυνθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.