μεθοδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεθοδισμός οι μεθοδισμοί
      γενική του μεθοδισμού των μεθοδισμών
    αιτιατική τον μεθοδισμό τους μεθοδισμούς
     κλητική μεθοδισμέ μεθοδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεθοδισμός < αγγλική Methodism < method < μέση γαλλική methode < αρχαία ελληνική μέθοδος (αντιδάνειο) < μετά +‎ ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < *sed- (κάθομαι / sedeo)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.θo.ðiˈzmos/

Ουσιαστικό

μεθοδισμός αρσενικό

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.