μεθοδολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθοδολογία οι μεθοδολογίες
      γενική της μεθοδολογίας των μεθοδολογιών
    αιτιατική τη μεθοδολογία τις μεθοδολογίες
     κλητική μεθοδολογία μεθοδολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεθοδολογία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μεθοδολογία θηλυκό

  1. το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιείται
  2. κλάδος της λογικής που μελετά τις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.