μεθοδολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεθοδολογία | οι | μεθοδολογίες |
| γενική | της | μεθοδολογίας | των | μεθοδολογιών |
| αιτιατική | τη | μεθοδολογία | τις | μεθοδολογίες |
| κλητική | μεθοδολογία | μεθοδολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεθοδολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μεθοδολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
μεθοδολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.