method
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmɛθəd/
- {ⓘ
Ουσιαστικό
method (en) (for, [πολύ σπανιότερο: of])
- η μέθοδος
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος
- ≈ συνώνυμα: member function (κυρίως στη C++)
- δείτε επίσης: Method (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι
πληροφορική:
-
method στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.