μεθόδευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεθόδευση | οι | μεθοδεύσεις |
| γενική | της | μεθόδευσης* | των | μεθοδεύσεων |
| αιτιατική | τη | μεθόδευση | τις | μεθοδεύσεις |
| κλητική | μεθόδευση | μεθοδεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεθοδεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.
Ετυμολογία
- μεθόδευση < μεθόδευσις, λέξη της καθαρεύουσας < από το επίσης λόγιο μεθοδεύομαι
Ουσιαστικό
μεθόδευση θηλυκό
- Η δρομολόγηση εξελίξεων με έμμεσο τρόπο, η πρόκληση του επιθυμητού αποτελέσματος με πλάγια μέσα, η χειραγώγηση.
- Η μεθόδευση της απόλυσης έγινε με ανάθεση περίπλοκων και δύσκολων εργασιών, με τον ορισμό μη ρεαλιστικών χρονοδιαγραμμάτων, με ...
- Η εφαρμογή μεθόδων άμεσων αλλά ανήθικων, οι κωλυσιεργίες, η επινόηση νομότυπων μεθόδων, τα κόλπα, τα νομικά τερτίπια.
- Οι πρωτοφανείς μεθοδεύσεις και επίδειξη ισχύος που μεταχειρίστηκε η κυβερνητική πλειοψηφία χθες στη Βουλή, προκειμένου να ψηφιστεί....
- Η τακτοποίηση των ενεργειών, η ανεύρεση μεθόδου για το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα.
- Η μεθόδευση της διδασκαλίας στην πολυπολιτισμική τάξη
Μεταφράσεις
μεθόδευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.