μεθοδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεθοδεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεθοδεύω (εξετάζω με μέθοδο)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.θoˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεθοδεύω

Ρήμα

μεθοδεύω, αόρ.: μεθόδευσα, παθ.φωνή: μεθοδεύομαι, π.αόρ.: μεθοδεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: μεθοδευμένος

  1. επινοώ τρόπους, για να φέρω το επιθυμητό αποτέλεσμα και τους υλοποιώ με συστηματικό τρόπο
    Πρέπει να μεθοδεύσεις τη λύση του προβλήματος.
  2. βρίσκω μη συμβατικές ή αμφισβητήσιμης ηθικής μεθόδους, για να αντιμετωπίσω ένα ζήτημα, το λύνω με πλάγιο, έμμεσο τρόπο
    Μεθοδεύουν την απόλυσή μου.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

με μεθοδευ-

 και δείτε τη λέξη μέθοδος

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση με διπλό αόριστο

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεθοδεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μεθοδεύω (ελληνιστική κοινή)

  1. εξετάζω μεθοδικά
  2. εξαπατώ μεθοδικά, χρησιμοποιώ δόλια τεχνάσματα, μηχανεύομαι
  3. εισπράττω φόρους ή χρέη
  4. αποκρούω ή απομακρύνω μεθοδικά
  5. (ιατρική) θεραπεύω
      2ος κε αιώνας Γαληνός, De methodo medendi, 14.16 @scaife.perseus
    μεθοδεύεται γάρ πως καὶ ταῦτα·
  6. κυβερνώ
  7. εκφράζω με λόγια
  8. διαστρεβλώνω λόγια

Συγγενικά

  • ἀμεθόδευτος
  • εὐμεθόδευτος
  • μεθοδεία
  • μεθόδευμα
  • μεθοδευτέον
  • μεθοδευτής
  • μεθοδευτικός

 και δείτε τη λέξη μέθοδος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.