μεθοδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθοδικός η μεθοδική το μεθοδικό
      γενική του μεθοδικού της μεθοδικής του μεθοδικού
    αιτιατική τον μεθοδικό τη μεθοδική το μεθοδικό
     κλητική μεθοδικέ μεθοδική μεθοδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθοδικοί οι μεθοδικές τα μεθοδικά
      γενική των μεθοδικών των μεθοδικών των μεθοδικών
    αιτιατική τους μεθοδικούς τις μεθοδικές τα μεθοδικά
     κλητική μεθοδικοί μεθοδικές μεθοδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεθοδικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μεθοδικός -ή -ό

  1. που δουλεύει με μέθοδο, ακολουθεί ένα σχεδιασμό στη δουλειά του με προσεκτικά επιλεγμένα βήματα
    μεθοδικός άνθρωπος
  2. που γίνεται ακολουθώντας μία μέθοδο
    μεθοδική δουλειά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.