μεθοδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθοδικός | η | μεθοδική | το | μεθοδικό |
| γενική | του | μεθοδικού | της | μεθοδικής | του | μεθοδικού |
| αιτιατική | τον | μεθοδικό | τη | μεθοδική | το | μεθοδικό |
| κλητική | μεθοδικέ | μεθοδική | μεθοδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθοδικοί | οι | μεθοδικές | τα | μεθοδικά |
| γενική | των | μεθοδικών | των | μεθοδικών | των | μεθοδικών |
| αιτιατική | τους | μεθοδικούς | τις | μεθοδικές | τα | μεθοδικά |
| κλητική | μεθοδικοί | μεθοδικές | μεθοδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθοδικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μεθοδικός -ή -ό
- που δουλεύει με μέθοδο, ακολουθεί ένα σχεδιασμό στη δουλειά του με προσεκτικά επιλεγμένα βήματα
- μεθοδικός άνθρωπος
- που γίνεται ακολουθώντας μία μέθοδο
- μεθοδική δουλειά
Μεταφράσεις
μεθοδικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.