μεθοδευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθοδευμένος | η | μεθοδευμένη | το | μεθοδευμένο |
| γενική | του | μεθοδευμένου | της | μεθοδευμένης | του | μεθοδευμένου |
| αιτιατική | τον | μεθοδευμένο | τη | μεθοδευμένη | το | μεθοδευμένο |
| κλητική | μεθοδευμένε | μεθοδευμένη | μεθοδευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθοδευμένοι | οι | μεθοδευμένες | τα | μεθοδευμένα |
| γενική | των | μεθοδευμένων | των | μεθοδευμένων | των | μεθοδευμένων |
| αιτιατική | τους | μεθοδευμένους | τις | μεθοδευμένες | τα | μεθοδευμένα |
| κλητική | μεθοδευμένοι | μεθοδευμένες | μεθοδευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθοδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεθοδεύω
Μεταφράσεις
μεθοδευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.