μεθοδικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεθοδικότητα | οι | μεθοδικότητες |
| γενική | της | μεθοδικότητας | των | μεθοδικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μεθοδικότητα | τις | μεθοδικότητες |
| κλητική | μεθοδικότητα | μεθοδικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.θo.ðiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
μεθοδικότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- η ιδιότητα του μεθοδικού, το χαρακτηριστικό του προγραμματισμού, της τήρησης μιας σειράς στη δράση, της ενέργειας που δεν γίνεται σπασμωδικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.