λυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λυόμενος | η | λυόμενη | το | λυόμενο |
| γενική | του | λυόμενου | της | λυόμενης | του | λυόμενου |
| αιτιατική | τον | λυόμενο | τη | λυόμενη | το | λυόμενο |
| κλητική | λυόμενε | λυόμενη | λυόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λυόμενοι | οι | λυόμενες | τα | λυόμενα |
| γενική | των | λυόμενων | των | λυόμενων | των | λυόμενων |
| αιτιατική | τους | λυόμενους | τις | λυόμενες | τα | λυόμενα |
| κλητική | λυόμενοι | λυόμενες | λυόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
λυόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος λύω που συναρμολογείται και αποσυναρμολογείται
- ↪ λυόμενο σπίτι (και ουσιαστικοποιημένο: το λυόμενο)
Μεταφράσεις
λυόμενος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λυόμενος | ἡ | λυομένη | τὸ | λυόμενον |
| γενική | τοῦ | λυομένου | τῆς | λυομένης | τοῦ | λυομένου |
| δοτική | τῷ | λυομένῳ | τῇ | λυομένῃ | τῷ | λυομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | λυόμενον | τὴν | λυομένην | τὸ | λυόμενον |
| κλητική ὦ! | λυόμενε | λυομένη | λυόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λυόμενοι | αἱ | λυόμεναι | τὰ | λυόμενᾰ |
| γενική | τῶν | λυομένων | τῶν | λυομένων | τῶν | λυομένων |
| δοτική | τοῖς | λυομένοις | ταῖς | λυομέναις | τοῖς | λυομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | λυομένους | τὰς | λυομένᾱς | τὰ | λυόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | λυόμενοι | λυόμεναι | λυόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυομένω | τὼ | λυομένᾱ | τὼ | λυομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | λυομένοιν | τοῖν | λυομέναιν | τοῖν | λυομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.