λύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐νο‐μαι
- ομόηχο: λύνομε
Ρηματικός τύπος
λύνομαι, π.αόρ.: λύθηκα, μτχ.π.π.: λυμένος
- παθητική φωνή του ρήματος λύνω
- παθητική σημασία του λύνω
- (για την παθητική φωνή)
- (μεταφορικά) χαλαρώνω σωματικά, απελευθερώνομαι πνευματικά ή ψυχικά
- Στο τέλος λύθηκε και άρχισε να μιλάει.
- (μεταφορικά) παραλύω από κούραση ή φόβο
- λύθηκαν τα γόνατά μου
- (μεταφορικά) χαλαρώνω σωματικά, απελευθερώνομαι πνευματικά ή ψυχικά
Εκφράσεις
- λύνομαι στα γέλια : γελάω υπερβολικά, "γελάω με την ψυχή μου"
- μου λύθηκαν τα γόνατα: παρέλυσα, ένιωσα να χάνω τον κόσμο από δυσάρεστο νέο, φόβο. Στον Όμηρο η φράση λύω γούνατα σημαίνει «σκοτώνω πολεμιστή σε μάχη». → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Κλίση
→ δείτε την κλίση στο λύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.