απελευθερώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απελευθερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπελευθερώνω < αρχαία ελληνική ἀπελευθερόω. Για σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική libérer.[1] Συχρονικά αναλύεται σε (απο-) απ- + ελευθερώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pe.le.fθeˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απελευθερώνω

Ρήμα

απελευθερώνω, αόρ.: απελευθέρωσα, παθ.φωνή: απελευθερώνομαι, π.αόρ.: απελευθερώθηκα, μτχ.π.π.: απελευθερωμένος

  1. δίνω σε κάποιον την ελευθερία του
  2. επιτρέπω σε κάποιον ή σε κάτι να κινηθεί ελεύθερα, απαλλάσσω από περιορισμούς
  3. (φυσική) εκλύω
    από τη σχάση του ατόμου απελευθερώνεται ενέργεια

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.