ωφελώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωφελώ < αρχαία ελληνική ὠφελέω / ὠφελῶ

Ρήμα

ωφελώ, πρτ.: ωφελούσα, στ.μέλλ.: θα ωφελήσω, αόρ.: ωφέλησα, παθ.φωνή: ωφελούμαι, μτχ.π.π.: ωφελημένος

  1. ενεργώ θετικά, προσφέρω κάποια ωφέλεια σε κάποιον ή κάτι, συμβάλλω στην ομαλή πρόοδο ή την εξάλειψη αρνητικών παραγόντων
    η έρευνα υποστηρίζει ότι η μεσογειακή διατροφή ωφελεί την υγεία
    διάβασε αυτό το βιβλίο, πιστεύω ότι θα σε ωφελήσει

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.