ἀναλύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
- ἀναλύω < ἀνα- + λύω
Ρήμα
ἀναλύω
- ἀλλύω (επικός τύπος )
Συγγενικά
- ἀνάλυσις
- ἀναλυτέον
- ἀναλυτήρ
- ἀναλύτης
- ἀνάλυτος
- ἀντανάλυσις
- ἀνταναλύω
- δυσανάλυτος
- ἐξαναλύω
- ἐπανάλυσις
- ἐπαναλύω
- εὐανάλυτος
- προσαναλύω
- συναναλύω
→ και δείτε τη λέξη λύω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Συγγενικά
- ἀλυσμός
- ἀλυώδης
→ και δείτε τη λέξη ἀλύω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἀναλύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναλύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.