χαλαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαλαρώνω < αρχαία ελληνική χαλαρόω, -ῶ

Ρήμα

χαλαρώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι χαλαρό (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
    χαλάρωσε λίγο τη σέλα, γιατί θα σκάσει το άλογο
    προσπάθησε να χαλαρώσεις τον καπετάνιο, γιατί θα μας πετάξει σε καμιά ξέρα
  2. (αμετάβατο) γίνομαι χαλαρός (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
    δε χαλαρώνουν άλλο τα σχοινιά, γιατί έχουν έναν κόμπο ακριβώς εκεί που είναι δεμένα
    το απόγευμα πίνω ένα τσάι για να χαλαρώσω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.