λυτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῠτηρ-
ονομαστική λυτήρ οἱ λυτῆρες
      γενική τοῦ λυτῆρος τῶν λυτήρων
      δοτική τῷ λυτῆρ τοῖς λυτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λυτῆρ τοὺς λυτῆρᾰς
     κλητική ! λυτήρ λυτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λυτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  λυτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυτήρ < λύ(ω) + -τήρ

Ουσιαστικό

λυτήρ αρσενικό (θηλυκό λύτειρα)

  1. που λυτρώνει, που απελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας
  2. κριτής, διαιτητής

Συγγενικά

  • ἀναλυτήρ
  • καταλυτήρ
  • λύτειρα
  • λυτηριάς
  • λυτήριος

 και δείτε τη λέξη λύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.