ακυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυρόω / ἀκυρ(ῶ) + -ώνω < ἄκυρος  δείτε τη λέξη κῦρος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ciˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακυρώνω]

Ρήμα

ακυρώνω, αόρ.: ακύρωσα, παθ.φωνή: ακυρώνομαι, π.αόρ.: ακυρώθηκα, μτχ.π.π.: ακυρωμένος

  1. κάνω κάτι άκυρο, ώστε να μην ισχύει πια
    Το δικαστήριο ακύρωσε το συμβόλαιο λόγω απάτης.
  2. αποφασίζω να μην πραγματοποιηθεί κάτι που προγραμματίστηκε για το μέλλον
    Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.
  3. περνάω (εισιτήριο) από ειδικό μηχάνημα που εκτυπώνει ημερομηνία και ώρα χρήσης πάνω του, ώστε να μην μπορέσω να το ξαναχρησιμοποιήσω άλλη φορά, δηλαδή το εξαργυρώνω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις άκυρος, κυρώνω και κύρος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.